- χειρ(ο)-
- ΝΜΑα' συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο)- μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται με το χέρι (πρβλ. χειρο-θετώ, χειρο-κροτώ), το υποκείμενό της (πρβλ. χειρο-γράφος, χειρο-τέχνης) και το αποτέλεσμα της (πρβλ. χειρ-αψία, χειρο-θεραπεία, χειρό-πλαστος), καθώς και αντικείμενα, όργανα ή εργαλεία που χρησιμοποιούνται με το χέρι (πρβλ. χειρ-άμαξα, χειρ-αντλία, χειρό-μακτρο). Μια παράλληλη μορφή α' συνθετικού χερο- απαντά κυρίως στη Νέα Ελληνική (πρβλ. χερο-κάμωτος) και ανάγεται στον νεοελληνικό τύπο χέρι, ενώ σπανιότερα εμφανίζεται και στην Αρχαία και τη Μεσαιωνική (πρβλ. χερό-πλαστος), σχηματισμένη από το θέμα χερ- τής λέξης χείρ (βλ. λ. χείρ).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό χειρ(ο)-: χειράγρα, χειραγωγός, χειραλγία, χειράμαξα, χειρόγραφος, χειροδίκης, χειροθετώ, χειρόμακτρο, χειρομάντης, χειροπέδη, χειροτέχνης, χειρότονος, χειρουργός / -ούργος, χειρώνακταςαρχ.χείρακρα, χείραργος, χειρεκμαγείον, χειροβάναυσος, χειροβαρής, χειρόβιος, χειρόβλημα, χειροβολώ, χειροβοσκός, χειροβρώς, χειρογραφή, χειρογράφος, χειρόδεικτος, χειρόδετος, χειρόδοτος, χειροήθης, χειροκμής, χειροκνημίς, χειροκρατία, χειρόκτυπος, χειρολάβη, χειρομήριον, χειρομύλη, χειρομυσής, χειρόνιπτρον, χειροπόνητος, χειρορρέκτης, χειροσιδήριον, χειροσκόπος, χειροτεχνίτης, χειροτριβώ, χειροτυπής, χειροχρήστης, χειρόχρηστος(αρχ.- μσν.) χειραπτώ, χειρότμητος, χειροψέλλιονμσν.χειράφετος, χειρεργάτης, χειροβαλ(λ)ίστρα, χειροδάκτυλος, χειροκόπος, χειροκροτώ, χειρολογώ, χειρομάγγανον, χειρομίσθιον, χειρόπλαστος, χειροποιώ, χειροπονία, χειροσκουτάριον, χειροτίνακτος, χειροτομία, χειρότροφος, χειροτρόφοςμσν.- νεοελλ.χειρόβολο, χειρόκτιο, χειρομάχοςνεοελλ.χειραντλία, χειρήλατος, χειροβάδιση, χειροβολίδα, χειροβομβίδα, χειρογνωμονική, χειροδύναμος, χειροθεραπεία, χειροκέντητος, χειροκίνητος, χειροκροτώ, χειρολαβή, χειρομάλαξη, χειροπιαστός, χειροπόδορα, χειροπραξία, χειροπρίονο, χειρόπτερα, χειροσφαίριση, χειροσφίγγω, χειροφίλημα, χειρόφρενο.
Dictionary of Greek. 2013.